Η ξακουστή Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) όπου η Δύση έβαλε “φρένο” στην Οθωμανική επεκτατικότητα
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο β’ μισό του 16ου αιώνα
Ο 16ος αιώνας έχει χαρακτηριστεί ως ο “χρυσός αιώνας” της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι ο αιώνας της πλήρους εδαφικής της εξάπλωσης που (για σύντομα, είναι αλήθεια, διαστήματα) έκανε τη Μεσόγειο μια “οθωμανική λίμνη” και χαρακτηρίστηκε από την (αμφιλεγόμενη) pax ottomanica στα πρότυπα της pax romana.
Στο θρόνο της Αυτοκρατορίας ανέβηκαν χαρισματικοί σουλτάνοι, όπως ο Σελίμ Α’ και ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Με το θάνατό του το 1566 η αυτοκρατορία πέρασε στα λιγότερο ικανά χέρια του Σελίμ Β’, ο οποίος ωστόσο φρόντισε να κάνει κάποιες επεκτατικές κινήσεις για να εξασφαλίσει και γόητρο αλλά και τους απαραίτητους πόρους για τη διατήρηση του τεράστιου στρατού αλλά και του διοικητικού γραφειοκρατικού μηχανισμού στο οποίο στηριζόταν το οθωμανικό κράτος.
Την περίοδο αυτή επίσης μεγάλο μέρος της άσκησης εξουσίας περνά στα χέρια των Βεζίρηδων, αρχής γενομένης από τον Μεχμέτ Σοκολλού Πασά. Ο Σέρβος αυτός στην καταγωγή βεζίρης κατόρθωσε να κλείσει μια σημαντική συνθήκη ειρήνης με τον Αμβούργο μονάρχη Μαξιμιλιανό Β’, με την οποία, μεταξύ άλλων, παραχωρούνταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η Μολδαβία και η Βλαχία. Μια μεγαλεπήβολη εκστρατεία στη Ρωσία, που αποσκοπούσε στο να ενώσει το Βόλγα και τον Ντον με κανάλι, απέτυχε. Αντίθετα, η εκστρατεία στην Αραβία και την Υεμένη στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία, δίνοντας στους Οθωμανούς, εκτός από νέα εδάφη, και ιδιαίτερο γόητρο, αφού η Μέκκα και η Μεδίνα εντάχθηκαν πια στην οθωμανική επικράτεια. Σημαντικότατη όμως από πολιτικής και στρατιωτικής άποψης ήταν η κατάληψη της Κύπρου από του Βενετούς, γεγονός που καθιστούσε τους Οθωμανούς σχεδόν απόλυτους κυρίαρχους στην ανατολική Μεσόγειο.
Η Βενετία και η Δύση
Στο β’ μισό του 16ου αιώνα η Δύση βίωνε πολιτικές και θρησκευτικές διεργασίες που έμελλαν να αλλάξουν τη μορφή της για πάντα: η φεουδαρχία υποχωρούσε σταθερά, τα μεγάλα πολυεθνικά βασίλεια άρχισαν να διαμελίζονται και να προετοιμάζονται τα εθνικά κράτη, ενώ οι αρχές της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης εξαπλώνονταν και δημιουργούσαν αποσχιστικά κινήματα από την εξουσία του Πάπα και των δυνάμεων που τον στήριζαν. Εξεγέρσεις, θρησκευτικοί διωγμοί, αλλά και εμφύλιοι πόλεμοι ήταν συχνά φαινόμενα. Μια διέξοδο από το ταραγμένο αυτό κλίμα πρόσφεραν οι υπερπόντιες εξερευνήσεις και η ίδρυση αποικιών στις νέες χώρες που είχαν ανακαλυφθεί, ιδιαίτερα στην αμερικάνικη ήπειρο.

Σε πολιτικό επίπεδο, η απόφαση του Μονάρχη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Καρόλου Ε’ να παραιτηθεί το 1556, μοιράζοντας την εξουσία ανάμεσα στον αδελφό του, Φερδινάνδο Α’ και το γιο του, Φίλιππο Β’, καθόρισε το μέλλον του μεγαλύτερου κράτους της εποχής του, της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας. Αν και τυπικά αποτελούσε ακόμη ένα ενιαίο κράτος, η Αψβουργική αυτοκρατορία μοιράστηκε ανάμεσα στο κεντροευρωπαϊκό της τμήμα (Αυστρία, Τσεχία, Ουγγαρία) και στο δυτικοευρωπαϊκό της τμήμα (Ισπανία, τμήματα της Ιταλίας, Κάτω Χώρες). Ο Φίλιππος Β’ επέλεξε να επικεντρωθεί στη διακυβέρνηση του δικού του τμήματος, έχοντας να αντιμετωπίσει εξεγέρσεις, όπως αυτή των Μαυριτανών στη Γρανάδα και των Κάτω Χωρών, οι οποίες τελικά αποσχίστηκαν.
Στην ιταλική χερσόνησο από την άλλη πλευρά δύο ήταν οι κυρίαρχες δυνάμεις: η Γαληνοτάτη δημοκρατία της Βενετίας και το Βατικανό. Η Βενετία είχε ήδη αναδειχθεί από τα τέλη του 15ου αιώνα σε μια κραταιά ναυτική αυτοκρατορία ελέγχοντας με τα πλοία της το εμπόριο στη Μεσόγειο και όχι μόνο. Προκειμένου να διαφυλάξει τις εμπορικές της συναλλαγές ωστόσο ακολουθούσε μια συχνά καιροσκοπική πολιτική, ερχόμενη σε ρήξη ή συνάπτοντας συνθήκες ειρήνης με άλλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα με τους Οθωμανούς, κατά πώς υπαγόρευαν τα οικονομικά της συμφέροντα. Το παπικό κράτος από την άλλη πλευρά κλυδωνιζόταν από την κρίση της Μεταρρύθμισης, χάνοντας τόσο την επιρροή του όσο και εδαφικές του κτήσεις, ενώ οι ίδιοι οι κληρικοί του βυθίζονταν σε μια ζωή κοσμικότητας και άσκοπης σπατάλης χάριν εντυπωσιασμού.
Οι εξωτερικοί εχθροί, κύρια οι Οθωμανοί, εποφθαλμιούσαν αρκετά εδάφη των δυτικών, ιδιαίτερα το νησί της Μάλτας που το 1522 είχε δοθεί στους Ιωαννίτες Ιππότες που είχαν εκδιωχθεί από την οθωμανική επικράτεια, καθώς και τις -διαρκώς διαφιλονικούμενες- βάσεις των δυτικών στη Β. Αφρική. Μπροστά στην Οθωμανική απειλή οι δυτικές δυνάμεις είχαν κατορθώσει το 1538 να συμπήξουν μια “ιερή συμμαχία” για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό κίνδυνο, απέτυχαν όμως οικτρά στη ναυμαχία της Πρέβεζας την ίδια χρονιά. Χρειάστηκε το πείσμα ενός αποφασιστικού, φανατικού χριστιανού, του πάπα Πίου Ε’, για να ανασυνταχθεί η Ιερή Συμμαχία το 1570, εν όψει νέων κινητοποιήσεων των Οθωμανών που στόχο είχαν την ολοκληρωτική εξάλειψη της δυτικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Ο Πάπας, υποκινούμενος από τους Βενετούς, που πλήττονταν άμεσα από την οθωμανική πολιτική, δεν τολμούσαν όμως να την αντικρούσουν ανοιχτά, προσέγγισε τον Φίλιππο Β’ της Ισπανίας και κατόπιν μακρών και επίπονων συνεννοήσεων κατόρθωσαν τελικά να ανασυστήσουν την Ιερή Συμμαχία στις 25 Μαϊου 1571, στην οποία συμμετείχαν η Αψβουργική Ισπανία, το παπικό κράτος, η Γένοβα, η Βενετία, τα Δουκάτα της Σαβοϊας, της Πάρμας και του Ούρμπινο και το κράτος των Ιπποτών της Μάλτας.
Η Αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής – Η ισορροπία δυνάμεων στη Μεσόγειο στο β’ μισό του 16ου αιώνα
Η οθωμανική επέκταση προς τη Δύση ακολούθησε μια σταθερή πορεία κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αιώνα. Κωνσταντινούπολη 1453, Εύβοια 1470, Μεθώνη και Κορώνη 1499, Ρόδος 1522. Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα οι Οθωμανοί είχαν εδραιώσει την παρουσία τους στην ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, μέσω της στρατολόγησης ονομαστών κουρσάρων, όπως ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, κατόρθωσαν να καθυποτάξουν σημαντικό τμήμα και της δυτικής Μεσογείου, ιδιαίτερα κατά μήκος των ακτών της Β. Αφρικής. Η σημαντική ναυμαχία στην Πρέβεζα το 1538 καθόρισε το status quo στη Μεσόγειο για περίπου τρεις δεκαετίες ακόμη, χαρίζοντας τη νίκη στους Οθωμανούς και απωθώντας τους δυτικούς προς τις ακτές της Αδριατικής. Οι προσπάθειες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, δια του καπουδάν πασά του, Piyale Pasha, να καταλάβει τη Μάλτα το 1565 στάθηκαν άκαρπες: η πολύμηνη πολιορκία λύθηκε τελικά και ο Piyale επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με το παροιμιώδες πια (αν και μάλλον μυθικό) “Malta Yok”, δηλαδή η Μάλτα δεν υπάρχει. Αντίθετα, απόλυτα επιτυχημένη ήταν η προσπάθεια του διαδόχου του Σουλεϊμάν, Σελίμ Β’, να καταλάβει την Κύπρο, εξαλείφοντας τον τελευταίο μεγάλο πυρήνα λατινικής κατοχής στην ανατολική Μεσόγειο. Παρά τον χαρακτηρισμό του Σελίμ ως “ο μέθυσος”, στην ουσία επρόκειτο για έναν διορατικό και με στρατηγικές ικανότητες σουλτάνο. Κι αν ο ίδιος δεν ηγείτο των εκστρατειών του, προτιμώντας τις κραιπάλες στο παλάτι του, γνώριζε ωστόσο πώς να τις σχεδιάζει. Η κατάληψη της Κύπρου θορύβησε τόσο τις δυτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τον Πάπα Πίο E’, που συνειδητοποίησαν πως θα έπρεπε να αναστρέψουν την κατάσταση και προχώρησαν στην ίδρυση της Ιερής Συμμαχίας.
Πριν τη Ναυμαχία
Στη δεκαετία του 1560 οι Οθωμανοί μεσουρανούσαν και έλεγχαν, άμεσα ή μέσω των κουρσάρων που ενεργούσαν για λογαριασμό τους, το μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου, καθιστώντας τις θαλάσσιες μεταφορές και επικοινωνίες επικίνδυνες για όσους δεν είχαν συνάψει συνθήκες μαζί τους. Το 1564 μάλιστα, σύμφωνα με τον Γάλλο ιερέα Maurand, ο οθωμανικός στόλος σχεδόν “κατέλαβε” την γαλλική πόλη Τουλόν, αποχώρησε όμως αφού λεηλάτησε μεγάλο μέρος της πόλης. Το 1565 η απόπειρα των Οθωμανών να καταλάβουν τη Μάλτα κατέληξε σε φιάσκο, όμως κατά τα επόμενα τρία χρόνια ο Καπουδάν Πασάς Piyale Pasha κατάφερε να καταλάβει τη Χίο (1566), τη Νάξο και την ‘Ανδρο (1567). Η Βενετία είχε κάθε λόγο να φοβάται για τις κτήσεις της σε Κύπρο και Κρήτη. Γι’ αυτό και συνήψε συνθήκη με τους Οθωμανούς το 1567, πληρώνοντας φόρο 150.000 ετησίως. Ο λιμός και ο λοιμός (1567-68) και η πυρκαγιά (1569) που έπληξαν την Κωνσταντινούπολη έκαναν τα σενάρια του πολέμου μακρινά…Η Ισπανία προσπαθούσε να αυξήσει αριθμητικά το στόλο της, αντιμετώπισε όμως την επανάσταση των Μαυριτανών στην Ισπανία, η οποία υποστηρίχθηκε ανοιχτά από την Υψηλή Πύλη. Πολύ σημαντικότερη ωστόσο ήταν η εξέγερση στις Κάτω Χώρες, όπου το φάσμα του Προτεσταντισμού έκανε όχι μόνο τους Αψβούργους, αλλά και τον Πάπα Πίο Ε’ να ριγήσουν.

Ο σουλτάνος Σελίμ Β’ από την άλλη πλευρά είχε αντιληφθεί ότι χρειαζόταν άμεσα μια νικηφόρο εκστρατεία για να τονώσει το γόητρό του αλλά και να ενισχύσει την κυριαρχία του στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, παρά τις συνθήκες με τη Βενετία, έστρεψε το βλέμμα του στην Κύπρο. Πολλοί είπαν ότι ήθελε να ελέγχει το γλυκόπιοτο κυπριακό κρασί (ο Σελίμ άλλωστε είχε το παρωνύμιο “Μέθυσος”), στην πραγματικότητα όμως ήθελε να κάνει την ανατολική -τουλάχιστον-Μεσόγειο μια οθωμανική λίμνη. Άλλωστε είχε και ερείσματα: πρεσβείες ντόπιων Κυπρίων παρακαλούσαν το σουλτάνο να τους λυτρώσει από τη βενετική καταπίεση, ενώ οι Βενετοί δεν περιπολούσαν ικανοποιητικά τις ακτές του νησιού, με αποτέλεσμα να φωλιάζουν εκεί πειρατές που παρενοχλούσαν τα πλοία των μουσουλμάνων προσκυνητών προς τη Μέκκα.

Η εκστρατεία της Κύπρου
Στις 25 Μαρτίου 1570 η Υψηλή Πύλη έστειλε τελεσίγραφο στην Βενετία απαιτώντας την παράδοση της Κύπρου. Οι Βενετοί, που στο μεταξύ είχαν καταφέρει να πάρουν με το μέρος τους τον Πάπα και τον Φίλιππο Β’, αρνήθηκαν, ελπίζοντας πως η αναβίωση της Ιερής Συμμαχίας, την οποία ευαγγελιζόταν ο Πάπας, θα ήταν νικηφόρα. Ο Οθωμανικός στόλος ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη στα μέσα Μαΐου με επικεφαλής τον Καπουδάν Πασά Μουεζινζαντέ Αλή Πασά και τον Λαλά Μουσταφά Πασά, αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων. Στα τέλη Ιουλίου ξεκίνησε η πολιορκία της Λευκωσίας, το κάστρο της οποίας, πρόσφατα ολοκληρωμένο, ήταν πρότυπο οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Ο Νικολό Ντάντολο, υπερασπιστής της πόλης, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει. Για παραδειγματισμό, όταν η πόλη έπεσε στις 9 Σεπτεμβρίου, το κεφάλι του Ντάντολο στάλθηκε στον υπερασπιστή του τελευταίου οχυρού της Κύπρου, της Αμοχώστου, Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίνο. Με ηρωισμό ο τελευταίος αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και η χερσαία δύναμη των Οθωμανών κατευθύνθηκε προς την Αμμόχωστο, η οποία αντιστάθηκε για περίπου ένα χρόνο, δίνοντας χρόνο στις -ομολογουμένως πολύ αργές- διαδικασίες σύμπηξης και κινητοποίσης της Ιερής Συμμαχίας. Όταν οι δυτικές δυνάμεις κατόρθωσαν τελικά να συμφωνήσουν και να σφραγίσουν τη συμμαχία τους με θεαματικές τελετές στην αίθουσα του consistorio του Βατικανού ήταν τέλη Μαϊου. Στις αρχές Αυγούστου η Αμμόχωστος έπεσε και ο Μπραγκαντίν βρήκε φριχτό τέλος, αλλά θα περνούσαν τουλάχιστον τρεις εβδομάδες μέχρι να φτάσουν τα νέα στις χριστιανικές δυνάμεις, που εν τω μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Μεσσίνα.