ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο Παπανδρέου απαντάει στο ερώτημα: «Μας συμφέρει η Χάγη;»

Μας συμφέρει η Χάγη;» Αυτό ήταν το ερώτημα στην σημερινή εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ με τους εξής καλεσμένους ομιλητές:

Γιώργος Παπανδρέου, πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής ΚΙΝΑΛ, Πρόεδρος Σοσιαλιστικής Διεθνούς

Ντόρα Μπακογιάννη, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής ΝΔ

Γιώργος Κατρούγκαλος, Καθηγητής, τέως Υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ

Χρήστος Ροζάκης, Ομότιμος Καθηγητής, πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Τη συζήτηση συντονίζει ο Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης.

Δείτε ολόκληρη την ομιλία του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου:

Ευχαριστώ το ΕΛΙΑΜΕΠ και τον Λουκά Τσούκαλη, για την πρόσκλησή του σε αυτήν τη συζήτηση, με θέμα το «αν μας συμφέρει η Χάγη», ένα ερώτημα που θέτει ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης.

Είναι πάντα χρήσιμος, ο σοβαρός και νηφάλιος δημόσιος διάλογος γύρω από καίρια εθνικά θέματα, όπως τα ελληνοτουρκικά. Ειδικά, όταν στο ορυμαγδό των απόψεων και αντεγκλήσεων στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, συχνά χάνεται η ουσία, ενώ εξυπηρετούνται σκοπιμότητες που καμμία σχέση δεν έχουν με την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων. 

Αν δε επικρατήσει μια εύκολη πόλωση, δηλαδή, αν στοχοποιούνται ή δαιμονοποιούνται απόψεις, ένθεν και ένθεν, αν επικρατήσει το θυμικό και όχι μια οργανωμένη στρατηγική προώθησης των εθνικών μας συμφερόντων, τότε περιορίζεται η δυνατότητα της ελληνικής πολιτείας να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα τα πράγματα.  

Υπονομεύεται η ικανότητα της εκάστοτε κυβέρνησης, να χειριστεί με σύνεση και αποτελεσματικότητα τα ευαίσθητα και σημαντικά αυτά ζητήματα.

Επομένως, η συνεισφορά αυτής της συζήτησης ας είναι τουλάχιστον να θέσει με νηφαλιότητα τα πραγματικά ζητήματα, διλήμματα ή και δυνατότητες στον χειρισμό των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Χαίρομαι, για τον λόγο αυτό, ότι στο πάνελ σήμερα είναι προσωπικότητες, που παρότι σε άλλα κόμματα, μπορούν και έχουν συμβάλει σε αυτόν τον πιο νηφάλιο διάλογο. Η Ντόρα η Μπακογιάννη, ο Γιώργος Κατρούγκαλος – του εύχομαι περαστικά-, και βέβαια, ο Χρήστος Ροζάκης, με τον οποίον έχω συνεργαστεί στο παρελθόν και του οποίου την ορθολογική σκέψη, αλλά και την έμπρακτη εμπειρία, πρέπει πάντα να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη.

Το ερώτημα «μας συμφέρει η Χάγη;», φαίνεται απλό, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκο. 

Γιατί καταρχήν, με τα σημερινά δεδομένα δεν μιλάμε για μονομερή προσφυγή. 

Το 1976, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο, για το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. 

Και τούτο γιατί δεν είχε προηγηθεί η συγκατάθεση της Τουρκίας μέσω της υπογραφής συνυποσχετικο. 

Άρα, και θέλω να το τονίσω αυτό, η προσφυγή στη Χάγη είναι ο πιθανός τελικός σταθμός μιας διαδρομής που περιλαμβάνει πολλά στάδια. 

Θα θέσω όμως καταρχήν μερικά απλά ερωτήματα:

– Μας συμφέρει το διεθνές δίκαιο; Είναι μια κρίσιμη, όχι και τόσο αφελής ερώτηση.

– Ποια πρέπει ή θέλουμε να είναι η σχέση μας με την Τουρκία; Είναι μια επόμενη ερώτηση.

– Και τέλος, έχουμε στρατηγική και ποια, για να επιτύχουμε μια διαφορετική σχέση με την γείτονα χώρα;

Το πρώτο ερώτημα για το διεθνές δίκαιο: Θα το έθετα πιο απλά, θέλουμε την ισχύ του δικαίου ή το δίκαιο του ισχυρού; Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι ξεκάθαρη η θέση μας εδώ και πολλά χρόνια. Είναι σαφές, ότι μας συμφέρει, όπως συνάδει με τον διεθνή μας ρόλο, να είμαστε στην πλευρά που επιμένει στην ισχύ του δικαίου.

Αυτό το δίλλημα δεν είναι ρητορικό, γίνεται ολοένα πιο επίκαιρο αν αξιολογήσει κανείς τον τρόπο που πολλές δυνάμεις, όπως σήμερα οι ΗΠΑ, λειτουργούν στη διεθνή πολιτική σκηνή. Βλέπουμε μια τάση υποβάθμισης των διεθνών συμφωνιών, πχ. του Παρισιού για το Κλίμα, των συμφωνιών ΗΠΑ-Ρωσίας για τα πυρηνικά, αντίστοιχα και με το Ιράν. 

Αντί να παρασυρθούμε σε αυτήν τη λογική, πρέπει να γίνει σημαία της Ελλάδας, στην ΕΕ, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, και στα πιο άμεσα δικά μας ζητήματα, η θέση υπέρ της ισχύος του Δικαίου. 

Θα έλεγα μάλιστα, αναπόσπαστο τμήμα, της στρατηγικής μας στην εξωτερική πολιτική.

Δεύτερο ερώτημα – πως θέλουμε τη σχέση μας με την Τουρκία; Είναι προς όφελος μας η οικοδόμηση μιας σχέσης, όπου αν όχι σύμμαχοι, και χωρίς να ξεχνάμε την ιστορία μας, μπορούμε να κάνουμε βήματα μπροστά, ώστε να συμβιώνουμε ειρηνικά, αξιολογώντας  και την όποια σύγκλιση συμφερόντων σε σχέση με την ανάπτυξη, το περιβάλλον, την ενέργεια, τον τουρισμό και πολλά άλλα;

Γιατί αν επιλέξουμε μια παθητική, καθαρά αμυντική λογική, κάτι τέτοιο για εμένα περιγράφει μια Ελλάδα που δεν έχει αυτοπεποίθηση, που δεν παίρνει πρωτοβουλίες, που δεν έχει όραμα για την περιοχή, μια Ελλάδα εγκλωβισμένη και φοβισμένη στη εσωστρέφεια της. 

Είναι τελικά, μια προοπτική ανεδαφική και αδιέξοδη. 

Η λογική αυτή δημιουργεί και ένα διαχρονικό φόβο σε ότι αφορά το διάλογο με την Τουρκία. Τι φοβόμαστε, μήπως «τουρκέψουμε»; Θεωρώ απαράδεκτη και δειλή αυτήν τη λογική. Το να θέτεις ξεκάθαρα τα ζητήματα, τα συμφέροντα σου, τις προσδοκίες και τα προβλήματα σου στην γείτονα χώρα δεν έχει κόστος. 

Από την εμπειρία μου, δεν είδα καμμία αρνητική επίπτωση σε μια ξεκάθαρη κουβέντα με τους γείτονες. 

Αντιθέτως, το περιθώριο παρεξήγησης, λαθεμένων μηνυμάτων, πόλωσης, κορύφωσης της έντασης μεγαλώνει όσο δεν μιλάμε. 

Θα προσθέσω όμως και το εξής: Στο διάλογο με την Τουρκία, η σιγουριά ότι έχουμε άμυνα αποτρεπτική, σε περίπτωση πιθανής πρόκλησης, είναι αυτό που εξασφαλίζει  τα νώτα μας.

Το τρίτο, και δύσκολο ερώτημα, είναι το πως; Πως θα φθάσουμε εκεί; Πως θα καταφέρουμε μια διαφορετική σχέση που θα εδράζεται στο διεθνές δίκαιο;

Η εμπειρία των τελευταίων 20 ετών είναι διδακτική.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο βοήθησε τους χειρισμούς  που χρειάστηκε να κάνω σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, το ότι είχαμε φτιάξει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο φιλοσοφίας, στόχων και στρατηγικής. 

Ένα πλαίσιο για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αλλά και της Κύπρου, που μεταξύ άλλων, οδήγησε το 1999 στη Συμφωνία του Ελσίνκι. 

Θυμίζω μια παράγραφο των τότε Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έχει άμεση σχέση με το ερώτημα που έχει τεθεί:

Οι υποψήφιες χώρες «Πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες. Εν προκειμένω, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.» 

Η στρατηγική που οδήγησε στο Ελσίνκι, έλαβε υπόψη τη μεγάλη εικόνα. 

Οι ΗΠΑ ήθελαν την διεύρυνση της ΕΕ και προς την Τουρκία. Η Ευρώπη, με μια νέα αυτοπεποίθηση μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου αποδέχτηκε τελικά, την υποψηφιότητα της Τουρκίας, που και η ίδια επιζητούσε.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της διαμόρφωσε ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό σχέδιο, που μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις έγινε αποδεκτό στην ΕΕ.

Και αυτό το όραμα περιελάμβανε συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ειδικότερα για την Τουρκία και τον Ευρωπαϊκό της δρόμο. 

Επειδή δε, ακούγονται κάποιοι που λένε ότι δεν κερδίσαμε κάτι με το Ελσίνκι, θα ήθελα να τονίσω το εξής: 

Η Ευρωπαϊκή Σύνοδος του Ελσίνκι αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας, 

– έβαλε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, 

– επέτρεψε την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ – όταν μέχρι τότε υπήρχε άρνηση αν δεν είχε λυθεί το Κυπριακό, και, 

– συνέδεσε την ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας με τον εκδημοκρατισμό της χώρας, ενώ η ίδια η Τουρκία τότε έβλεπε την ευρωπαϊκή προοπτική ως έναν χρήσιμο μοχλό πίεσης για τον εκσυγχρονισμό της. 

– τόνισε το σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας.

Το Ελσίνκι άνοιξε επίσης το δρόμο για την ελληνο-τουρκική προσέγγιση που επέτρεψε να έχουμε είκοσι χρόνια ειρήνης, χωρίς πολεμικά επεισόδια. 

Τα αποτελέσματα μόνο θετικά ήταν – από το εμπόριο, τον τουρισμό, ακόμα και στην ηρεμία που υπήρξε όταν κορυφώθηκε η οικονομική κρίση στην χώρα μας.

Σήμερα βέβαια, πολλά έχουν αλλάξει στον κόσμο, στην περιοχή, στην ΕΕ, στην Τουρκία. 

Όμως, παραμένει ότι η προσφυγή στη Χάγη είναι ένα από τα εργαλεία που διαθέτει η εξωτερική μας πολιτική.

Εργαλεία που: 

Α. πρέπει να εντάσσονται σε μια γενικότερη δομημένη στρατηγική,  

Β. Να αξιολογούνται σε σχέση με την εκάστοτε διεθνή και περιφερειακή συγκυρία,

Γ. Η κυβέρνηση που έχει και την κυρία ευθύνη της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής να είναι διατεθειμένη να αναλάβει το ρίσκο και πιθανό πολιτικό κόστος που περιλαμβάνει κάθε πρωτοβουλία που σπάει την κατεστημένη αντίληψη, ότι η στασιμότητα έχει μεγαλύτερο όφελος. 

Ασφαλώς, σήμερα απαιτείται μια νέα στρατηγική. Όμως προσοχή – μη θέσουμε σε αμφισβήτηση τα κεκτημένα του Ελσίνκι. 

Σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον, κάθε αμφισβήτηση κεκτημένων που επετεύχθησαν με μεγάλους κόπους και προσπάθειες, είναι πιθανότερο να οδηγήσει σε απώλειες παρά σε κέρδη. 

Αυτό ισχύει κατά τη γνώμη μου και για το κατά πόσο μας συμφέρει να προωθήσουμε μια λεγόμενη ειδική σχέση Τουρκίας-ΕΕ. Σχέση που δεν ξέρουμε ποια θα είναι, ποιες πραγματικές υποχρεώσεις και ποια υπαρκτά προνόμια ή ρόλο θα επιφυλάσσει η ΕΕ για την Τουρκία.

Άρα, ένα πρώτο συμπέρασμα, που αφορά και στην Χάγη, είναι ότι πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να κινηθεί με βάση μια ολοκληρωμένη και καλά προετοιμασμένη στρατηγική. 

Όλοι μας πρέπει να συμβάλουμε, με την εμπειρία και με αίσθημα εθνικής και πολιτικής ευθύνης. Υπάρχει μια ευτυχής συγκυρία, ένα συναινετικό πνεύμα μεταξύ των κομμάτων, όμως παραμένει σαφές, ότι την ευθύνη για την υλοποίηση μιας στρατηγικής και τη λήψη αποφάσεων στις κρίσιμες στιγμές την έχει πάντα η κυβέρνηση. 

Και εδώ, μπαίνουμε πάλι στο θέμα της προσφυγής ή όχι στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

Μια συζήτηση που κάθε άλλο παρά καινούργια είναι. 

Ας θυμηθούμε ότι το 1987, μετά μια μεγάλη κρίση με την Τουρκία, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ταχθεί υπέρ της προσφυγής στη Χάγη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. 

Το επιδιώξαμε και το 1996 για την επίλυση του ζητήματος των Ιμίων με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης .

Το 2004, αν κρίνουμε από τις μετέπειτα εξελίξεις, η τότε κυβέρνηση, της Νέας Δημοκρατίας, δεν αξιοποίησε μια ευκαιρία όταν αποφάσισε να μη θέσει σε εφαρμογή τις προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι για την παραπομπή των Ελληνοτουρκικών διαφορών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο της Χάγης.

Σημαντικό, μια κυβέρνηση αξιολογώντας τη συγκυρία, να είναι έτοιμη να δράσει, παρακάμπτοντας τη βολική για την ίδια, αλλά ενίοτε καταστροφική για τα συμφέροντα της χώρας θέση, ότι ο χρόνος λειτουργεί αναγκαστικά προς όφελος μας.

Υπενθυμίζω, η Ελλάδα και Κύπρος, έχουν χτίσει την εξωτερική τους πολιτική επενδύοντας στα οφέλη του διεθνούς δικαίου.  

Το διεθνές δίκαιο ενισχύει τις θέσεις μας σε πάρα πολλά ζητήματα, έχοντας παράλληλα υπόψη ότι μια προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη ευνοεί συνήθως ισορροπημένες και όχι μαξιμαλιστικές λύσεις. 

Κατά τον ίδιο τρόπο, και όσοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να προβούμε σε μονομερείς ή στρατιωτικού τύπου κινήσεις, οφείλουν να αναλογισθούν ότι και αυτές μπορεί να έχουν δυσανάλογο κόστος ή να οδηγήσουν τη χώρα σε διαπραγματεύσεις υπό πίεση. 

Άρα, οφείλουμε να ζυγίσουμε πολύ καλά τι κερδίζουμε και τι χάνουμε με κάθε επιλογή μας.

Όταν σηκώνουμε την ελληνική σημαία, πρέπει να την κρατάμε ψηλά. 

Αν θεωρήσουμε πχ. ότι η λύση των ζητημάτων μας περνά από τη στρατιωτική αντιπαράθεση – κάτι που δεν υιοθετώ, τότε αυτό πρέπει να είναι προϊόν ευρύτερης συναίνεσης, προετοιμασίας και ετοιμότητας. 

Τραγικό θα ήταν να μπούμε σε πολεμικές περιπέτειες, κατα λάθος, ή από επιπόλαιους χειρισμούς και χωρίς καμμία προετοιμασία.

Άρα, για να επιστρέψουμε στο κεντρικό ερώτημα της σημερινής εκδήλωσης, θα απαντήσω λέγοντας: 

– Η διαδικασία για πιθανή προσφυγή στη Χάγη σχετικά με υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ μπορεί να είναι επωφελής στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολυδιάστατης στρατηγικής. Την έχουμε;

– Μια διαδικασία διαβουλεύσεων με την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι επωφελής αν κινηθούμε έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, όχι αν πιεστούμε από τα γεγονότα. 

Δυστυχώς, οι εξελίξεις σε ό,τι αφορά το Σύμφωνο Τουρκίας – Λιβύης, έδειξαν ότι υστερούμε σε αυτό. 

Η επιλογή της Χάγης, από μόνη της δεν αρκεί, αν δεν συνδυαστεί με στοχευμένες και εκτεταμένες διπλωματικές πρωτοβουλίες και ενδυνάμωση της ισχύος της Ελλάδας σε όλα τα επίπεδα. 

– Τέλος, η επιλογή προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη, με τα διάφορα στάδια που περιλαμβάνει – διαβουλεύσεις και τελικά, σύναψη συνυποσχετικού – χρειάζεται καλή θέληση και από τις δυο πλευρές.

Δεν μπορεί μια τέτοια διαδικασία να προχωρήσει αν η τουρκική πλευρά κινείται με συνεχείς αμφισβητήσεις και επιθετικότητα. 

Άρα, πρέπει και η Τουρκία να κάνει τις επιλογές της, καθώς βρισκόμαστε σε ένα σημείο που η καλλιέργεια έντασης με την Ελλάδα μπορεί τελικά να αποβεί ιδιαίτερα αντιπαραγωγική για την ίδια. 

Οι μέχρι τώρα διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας (οι σχετικές διαβουλεύσεις έχουν ξεκινήσει από το 2002), έχουν δώσει νομίζω μια σαφή εικόνα για το πλαίσιο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάρης σε ό,τι αφορά το θέμα της υφαλοκριπήδας. 

Σκόπιμο θα ήταν να αξιοποιηθεί το κεκτημένο των επαφών αυτών και να μην οδηγηθούμε σε μια συζήτηση από μηδενική βάση όπως προωθούν κάποιοι από την τουρκική πλευρά. 

Η Τουρκία πολλές φορές έχει προσπαθήσει να διευρύνει την ατζέντα βάζοντας στο τραπέζι θέματα όπως η επέκταση στα δώδεκα μίλια, οι γκρίζες ζώνες, η αποστρατικοποίηση των νησιών. 

Και εδώ διευκρινίζω ένα σημαντικό στοιχείο για τις διερευνητικές επαφές. Ονομάστηκαν  έτσι, για να γίνει ένας διάλογος – αλλά συμφωνήσαμε ότι, αν ένα θέμα τεθεί στο τραπέζι αυτό δεν σημαίνει ότι η άλλη πλευρά αναγνωρίζει ότι είναι υπαρκτό.

Διότι, δεν δέχεται η Ελλάδα να καταστούν δήθεν διαφορές ζητήματα που άπτονται της κυριαρχίας της χώρας μας. 

Έχοντας ξεκάθαρη αυτή την παράμετρο, δεν έχουμε λόγο να φοβόμαστε να αξιοποιήσουμε την επίκληση του διεθνούς δικαίου.

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Back to top button